λαιμάσσω — to be grcedy pres subj act 1st sg λαιμάσσω to be grcedy pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμάσσοντα — λαιμάσσω to be grcedy pres part act neut nom/voc/acc pl λαιμάσσω to be grcedy pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμάττουσι — λαιμάσσω to be grcedy pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λαιμάσσω to be grcedy pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμάσσειν — λαιμάσσω to be grcedy pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίμαστρον — λαίμαστρον, τὸ (Α) 1. χάσμα γης, βάραθρο 2. μτφ. άπληστος, αδηφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμάσσω + επίθημα τρον (πρβλ. ζύγασ τρον, στέγασ τρον)] … Dictionary of Greek
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek
λαιμώσσω — (Α) βλ. λαιμάσσω … Dictionary of Greek
λαιφάσσω — (Α) 1. λαφύσσω* 2. (κατά το Γλωσσάριον τού Κυρίλλου) «ψηλαφώ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συμφυρμό τών λ. λαιμάσσω και λαφύσσω] … Dictionary of Greek